ροδίζω

ροδίζω
1. αμετ. розоветь, приобретать розовый цвет;
2. μετ. придавать розовый цвет (чему-л,)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ροδίζω" в других словарях:

  • ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… …   Dictionary of Greek

  • ροδίζω — ροδίζω, ρόδισα, ροδισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ροδίζω — ισα, παίρνω ή έχω το χρώμα του τριαντάφυλλου, κοκκινίζω: Άρχισε να ροδίζει (το πρωί, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοδίζει — ῥοδίζω to be like the rose pres ind mp 2nd sg ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζον — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc voc sg ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζοντα — ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc pl ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζουσι — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίσαι — ῥοδίζω to be like the rose aor inf act ῥοδίσαῑ , ῥοδίζω to be like the rose aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδιζούσης — ῥοδίζω to be like the rose pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδιῶν — ῥοδίζω to be like the rose fut part act masc nom sg (attic epic doric) ῥοδιή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδίζειν — ῥοδίζω to be like the rose pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»